απλωτός

απλωτός
η , ό
1) просторный, открытый (о местности); 2) широкий (о посуде); 3) ровный, гладкий, плоский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απλωτός" в других словарях:

  • ἄπλωτος — not navigated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπλωτος — η, ο (Α ἄπλωτός, ον) αυτός που δεν είναι πλωτός …   Dictionary of Greek

  • απλωτός — ή, ό 1. απλωμένος, εκτεταμένος 2. (για άνθρωπο) ξαπλωμένος …   Dictionary of Greek

  • απλωτός — ή, ό επίρρ. ά επίπεδος, ομαλός, ρηχός: Βρήκαν ένα απλωτό μέρος κατάλληλο να καθίσουν, αλλά και να παίξουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄπλωτον — ἄπλωτος not navigated masc/fem acc sg ἄπλωτος not navigated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλώτοις — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλώτοισι — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλώτου — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλώτους — ἄπλωτος not navigated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλώτων — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλώτῳ — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»